αξιοκρατικός

αξιοκρατικός
-ή, -ό
ο σύμφωνος με το ιδανικό της αξιοκρατίας («αξιοκρατικά κριτήρια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αξιοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά ο σύμφωνος με την αξιοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”